Translate

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη: ''Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΗΓΑΝΙΤΑΣ''

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη: ''Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΗΓΑΝΙΤΑΣ''

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη: ''Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΗΓΑΝΙΤΑΣ''


Κατερίνα Ν. Θεοφίλη

 

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΗΓΑΝΙΤΑΣ


εγκληματολογική ιστορία άθλος της Πεπέ Όλι

2005




Κατερίνα Ν. Θεοφίλη: «Η εκδίκηση της τηγανίτας»
συγγραφή 2005 - α’ έκδοση 2009
Ζωγραφική:Κατερίνα Ν. Θεοφίλη
Έκδοση Εκτός Εμπορίου: Περιοδικό «Αλεξίσφαιρο»


Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΗΓΑΝΙΤΑΣ


Κύρια πρόσωπα του εγκλήματος:

Πεπέ Όλι = Η ανατρεπτική εγκληματολογική συντάκτις της χρεωκοπημένης εφημερίδας: «Τελευταία Boήθεια». Άτομο αυτοπειθαρχούμενο στις επιταγές της συνείδησής του, εντυπωσιακής αντίληψης, κυνικής συμπεριφοράς,  με τάσεις φυγής προς τα μέσα!
Πετρόπαιδο = Ευφυές υπερκινητικό γιγαντόπαιδο με καφτερό βλέμμα. Ισχυριζόταν πως  «Ο δούλος δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι όμως ούτε σκύλος...» και πως «Ο Θεός κατασκευάστηκε για να συνεχίζει ο κόσμος τα χάλια του». Προς χάριν της δαγκωμένης τηγανίτας δεν δίστασε να τα βάλει ακόμα και με την ευφυΐα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ...!
Η κυρία Τάδε =  Μητέρα του Πετρόπαιδου. Σάπιζε στο ξύλο το δικό της παιδί για να γίνει άνθρωπος, αλλά είχε την απύθμενη ευαισθησία να συνδράμει στομαχικώς το Ψυχοπαίδι των νεόπλουτων...Το κομμουνιστιλίκι της ως ενεργή φιλοσοφία ήταν πάντα σε πρώτη ζήτηση... Η κυρία Τάδε ήταν δηλαδή κάτι σαν πλανόδιος ιδεολόγος ή ιδεολόγος κατά περίσταση....
Ο κύριος Τάδε = Πατέρας του Πετρόπαιδου. Ο ευφυής συλλογισμός του, έκανε τον δολοφόνο να κινδυνεύσει...
Ψυχοπαίδι = Καλούπι για σκλάβο. Ορφανό δωδεκάχρονο κορίτσι∙ η απόλυτη υποταγή του ήταν κατασκεύασμα θρησκολαγνείας∙ είχε την βεβαιότητα πως η δουλειά της Παναγίτσας ήταν να τιμωρεί τα παιδάκια που τρώνε παρά την θέληση των αφεντικών τους.
Αφεντικό = Ευτελές προϊόν της αστικής τάξης! Έκανε το μοιραίο λάθος να φάει το πλευρό μιας επικίνδυνης τηγανίτας....
Τηγανίτα = ...Μυστηριωδώς ιπτάμενη ως φαντασμαγορικός ζωντανός οργανισμός, υπερφαλλαγγίζει όλες τις μνήμες∙  μισοδαγκωμένη αναζητούσε το μισό πλευρό της...

Στην εξέλιξη του εγκλήματος βοήθησαν:

Κάθυ Αθέου = Συγγραφέας της απανταχού ουτοπίας! Έκλαψε για όλα! Δρούσε ως σιαμαία υπόσταση της Πεπέ και την καταδυνάστευε εκ των έσω...
Αρχισυντάκτης Άυλος = Αρχισυντάκτης του άυλου συνειδησιακού εγκλήματος στην εφημερίδα «Τελευταία Boήθεια». Με πολλαπλά χαρίσματα και ψαχνοτά γερά καπούλια∙ κάτι σαν Δρομέας του κάτω κόσμου...
Νικολάκης Όλι = Άναρχη πολυδιάστατη προσωπικότητα∙ πατέρας της Πεπέ∙ επιστρέφει σε τακτά διαστήματα από τον θάνατό του και δίνει περίεργες εντολές...



Θα φτάσεις στον θάνατο χωρίς στ’ αλήθεια να ανήκεις πουθενά... δεν ήσουν παρά ό,τι σε αγάπησε απ’ όλα όσα κατέγραψε η μνήμη σου.

       

 Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΗΓΑΝΙΤΑΣ


Κοχλασμοί χιλίων βαθμών Κελσίου και Ηρακλέους μαινόμενου φλογοβόλα, εις πεταχτούς οφθαλμούς της Πεπέ έβραζε κατά της σιαμαίας της υπόστασης ούτως ειπείν: της μαντάμ Κάθυ Αθέου. Θα παρακολουθήσουμε αυτήν την υψίστης σημασίας διένεξη, που το πιθανότερο να μας οδηγήσει εις μίαν νέαν εγκληματολογική περιπέτεια.
― «Το’χεις παρακάνει μαντάμ Κάθυ έχεις καταντήσει ένα υπηρετικό προσωπικό των απανταχού λογοτεχνικών άρρωστων και με παίρνεις στον λαιμό σου... Με εγκλωβίζεις σ’ένα δωμάτιο, μπροστά στην ηλεκτρονική ακινησία του υπολογιστή σου για να εξυπηρετείς όλους αυτούς τους ματαιόδοξους γραφιάδες που το βλέπεις και μόνη σου: σταματημό στην εκμετάλευση δεν έχουν θεωρούν πως είσαι ένα ρομπότ στις διαθέσεις τους! Ε, λοιπόν, ως εδώ και μη παρέκει!»
Λέγαμε κι εμείς οι βιογράφοι πως η τρελλάρα Πεπέ Όλι θα’χε μερικώς απαλλαχτεί απ’τις τάσεις φυγής της αλλά πού;! Έτσι ξαφνικά, κατέβασε απ’το πατάρι το λερό σακίδιό της το πέταξε παρακεί άδειο για να το βλέπει. Κάθησε. Ξανασηκώθηκε. Έκανε μια γύρα στην πνιγηρή -όπως την ένιωθε- γκαρσονιέρα. Περιεργάστηκε το ντεκόρ ψιθύρισε:
― «Σαβούρες....»
Η φωνή του νεκρού πατέρα της, του υπερδιανοητή Νικολάκη Όλι, ακούστηκε τότε απ’το πουθενά και επανέλαβε την βιβλική ατάκα:
― «Ε, πετάτε και τίποτα!»
Αυτό ήταν! Δεν ήθελε και δεύτερη ώθηση άρχισε περίπου άκριτα να πετά ό,τι εντόπιζε ως εμπόδιο στο οπτικό της πεδίο δηλαδή περίπου όλα.
Η ουσιαστική αρχή έγινε με τις κολλημένες στον τοίχο φωτογραφίες του Αρχισυντάκτη Άυλου
― «Έλαα ουστττ! Πολυκάθησες στα ντουβάρια μου ήγγιγκεν η ώρα της αποκαθήλωσής σου!»
Το βαθύτερον αίτιον αυτής της πανωλεθρίας του Αρχισυντάκτη της ήτο διότι δεν της είχε αποστείλει -στην φαντασία της- άνθη την τελευταία βδομάδα ως όφειλε να είχε κάνει. Άρα; Ρομάντσο πάπαλα!
Τραγικές στιγμές έζησε η, εις χάρτου, ωραία όψη του Αρχισυντάκτη της καθώς όχι μόνον τον ξήλωνε απ’τα ντουβάρια της, αλλά τον έκανε και χαρτοπόλεμο! Τι θαρρείτε; παίζουμε;!
Στην φλογερά στιγμή της συναισθηματικής απαλλοτρίωσης της φωτογραφικής χαρτούρας χτύπησε επιμόνως η πόρτα
― «Ποιός είναι;» γκάριξε η Πεπέ και πριν να πάρει απάντηση συνέχισε το ίδιο βαρύτονα: «Το’χω χιλιοπεί επισκέψεις δεν δέχομαι! Γαϊδούρια, ε γαϊδούρια! όποτε σας κάνει κέφι βαράτε το κουδούνι! Λοιπόν, ποιός αγενής είσαι; ακούω!»
― «Αρχισυντάκτης Άυλος! Άνοιξε επιτέλους ξεπάγιασα!»
Η Πεπέ σούρνωντας μερικά «άι σιχτίρια» και «τα μούτρα σου μας έλειπαν» άνοιξε διάπλατα την  σαπιόπορτα έτριξαν οι ξεχαρβαλωμένοι μεντεσέδες της ανατριχιαστικά...
― «Μία των ημερών θα φέρω τα σύνεργα μου να σου φτιάξω την πόρτα Πεπέ... Τι στο καλό;...όλως διόλου εγκατάλειψη η ζωή σου...» έκανε την μεγαλόψυχη προσφορά του ο Αρχισυντάκτης κι η Πεπέ τού συνέστησε «Να κοιτάει την στραβομάρα του».
Ο Αρχισυντάκτης Άυλος μέσα στην αθλητική του φόρμα έμοιαζε με βαθυστεριωμένο κορμό δένδρου κι η Πεπέ θαύμασε με κακεντρέχια:
― «Αν κάτι αξίζει σε σένα είναι οι μυώδεις μηροί σου! Εύγε! Με τέτοια ψαχνωτά καπούλια δεν είναι καθόλου παράξενο πώς και τρέχεις τόσα χιλιόμετρα... Και για να’χουμε καλό ερώτημα: Τί στον κόρακα σε έκανε να τρέξεις ως εμένα...; σου έλειψαν οι διανοητικές παροχές μου; Χμκ... παλιοτόμαρο... Σε ξέρω τι κουμάσι είσαι... όποτε σου τελειώνει ο κόσμος έρχεσαι να τον πάρεις απ’την καρδιά μου...»
Ο Αρχισυντάκτης μεταλλάχθηκε σε μελαγχολικά ξεχασμένο σοκολατάκι περιτυλιγμένο σε θαμπό φθηνόχαρτο..:
― «Όποτε μου τελειώνει ο κόσμος, ε;... Ίσως έχεις δίκιο Πεπέ... έρχομαι να βρω τον κόσμο στην καρδιά σου... Ναι... είσαι ο κόσμος μου Πεπέ, αλλά μην με κάνεις να το παραδέχομαι...»
― «Γιααα να μπουκάρουμε επί της ουσίας, Αρχισυντάκτα... Τί θες; ξεφούρνα-το...»
― «... Έχεις να εμφανιστείς στο γραφείο σου κάτι βδομάδες... Η εφημερίδα μας, όπως καλά γνωρίζεις, είναι κυρίως εγκληματολογικό εγχειρίδιο που η κεντρική του ύλη βασίζεται στα άρθρα σου... Τί θα απογίνει η Τελευταία Βοήθεια χωρίς εσένα...;»
― «Ας κλείσει!δεν θα σκάσω! Μια παλιοφυλλάδα ολιγότερη! σιγά την εθνική απώλεια!»
― «Δεν το εννοείς Πεπέ. Ξέρεις καλά πως η Τελευταία Βοήθεια είναι κάτι παραπάνω από εφημερίδα... κάτι παραπάνω από ενημερωτικός οργανισμός...είναι...είναι..τελευταία βοήθεια....!»
Τάδε έφη Αρχισυντάκτης Άυλος κι αποχώρησε. Η Πεπέ συνέχισε να σχίζει τις φωτογραφίες του με νευροπαθητική ταχύτητα τώρα
― «Ώστε έτσι ε;!» μονολογούσε δαγκωτικά «...ώστε έτσι... είμαι η τελευταία βοήθειά σου ε; Α, όχι μεσιέ, θα σ’αφήσω αβοήθητο σε έναν τελειωμένο κόσμο... Έτσι, αμέε.. μου χρωστάς την καρδιά σου λεχρίτη γιατί εγώ είμαι η καρδιά σου... χάσου απ’τα μάτια μου... αρκετά με τις ψευδαισθήσεις! Αρκετά! Φωτογραφία ήσουν μόνον Αρχισυντάκτα Άυλε! Σε σχίζω... να, κομματάκια...!»
Αφού ο πρώτος συναισθηματικός φόνος επιτεύχθη εστεμμένος με μοβόρικη επιτυχία, σειρά είχον οι αδρανείς χαμογελαστές φωτογραφίες των φίλων
― «Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσείς χαμογελάτε!» τους είπε η Πεπέ και τους έσχισε χρις χρατς με ψυχραιμία.
Ακολούθησε στον πεταμό και στην συντριβή και η φώτο της Ερμοθέας Άτλα
― «Εξαιρέσεις δεν κάνουμε! Είσαι καλούτσικη φίλη όταν σου περισσεύει χρόνος και μόνο για να ξεσκάς την πλήξη σου. Δεν αγαπάς, παρά το τομάρι σου, γομάρι! Ε, λοιπόν δεν σου αξίζει να κάνω κονσομανσιόν στην βαριεμάρα που σε δέρνει!  Διατελείς μία εκ των βασικότερων αιτιών της δεινοεγκεφαλοπάθειάς μουδιότι – και σου εξηγώ από μεγαλοψυχία – είπαμε της γριάς να χέσει κι η γριά ξεκωλώθηκε! σταματημό δεν έχεις με το βουλιμιακό σύνδρομο της αχρηστοειδούς καταξίωσης! Δουλεύει σαν σκύλος του χιονιά η Κάθυ Αθέου σ’αυτόν τον δραχμοφονιά, τον Σάυλοκ, τον εκδότη Κόρον Σκώρο για να μπορεί να σπρώχνει τα βιβλία σου εις τας προθήκας της δόξας, κι όμως η αδειοσύνη σου, ναι, η αδειοσύνη σου που με τίποτα δεν μπορεί να γεμίσει, σε έκανε μια μοιραία -για σένα μοιραία- στιγμή, να την προσβάλλεις για την φτώχεια της... Παλιοκυράτσα... Ουστ απ’το ντουβάρι μου η σκατόφατσά σου!»
Από κάποια καρδιακή χαραμάδα εκτοξεύτηκε η φιγούρα της συγγραφέως Κάθυ Αθέου κι άρχισε περίεργες εκκλήσεις:
― «Σε παρακαλώ Πεπέ σβήσε αυτά τα λόγια...»
― «Τίίί;! Να σβήσω τα λογάκια μου;! Αμ’θα τα ξεράσω όλα μαντάμ Κάθυ! Λοιπόν, για άκου’τα, να στα θυμίσω: Ελόγου σου, φτωχή και άρρωστη, αντί να κοιτάξεις να επιλύσεις τα μύρια όσα σου προβλήματα, κόπιαζες να κάνεις διάσημο το θωρηκτό ποτέμκιν κατά κόσμον: Ερμοθέα, και για να μην υποστεί το κόστος των βιβλίων της, κατάντησες, τσάμπα και χωρίς ανάσα, να κάνεις στον βρωμόψυχο Κόρον Σκώρο,διασκευές, επιμέλειες, δακτυλογραφήσεις – μόνο που δεν του σφουγγάριζες δηλαδή!... Και συνάμα διόρθωνες τα γραπτά της και της έκανες και τον διασκεδαστή στην ψυχοπαθητική πλήξη της... Κι από πάνω, παρακαλούσες τους δυνατούς λογοτέχνες φίλους σου να της προλογίζουν τα βιβλία της και γνωστούς ζωγράφους να της τα εικονογραφούν... Μάλιστα! Όλα αυτά! Κι όταν κάποια στιγμή της έβαλες λίγες φωνές και την αποκάλεσες τεμπέλα, ενώ έπρεπε να της σούρεις πολύ χειρότερα, επειδή στην τελική για δικό της όφελος την μάλωσες, τί σου είπε λοιπόν τότε η αγελάδα φίλη σου η Ερμοθέα;...σου είπε : στο τηλέφωνο που πληρώώώνω εγώώώ, δεν θα μου υψώνεις την φωνή!. Τέτοιο νεόπλουτο κητοειδές ανθρωπάριο!» 
― «Ήταν μια έκρηξη θυμού της Ερμοθέας...δεν είχε πρόθεση να με προσβάλλει...  Είναι μια φίλη που μου στάθηκε..» 
― «Χα! Σου στάθηκε επειδή σου γέμισε μια-δυο θερμοφόρες και σου’κανε κανα-δυο επσκέψεις στο νοσοκομείο; ...ή επειδή σε κέρασε είκοσι ταβέρνες για να έχει συνοδό στην πλήξη της; Α, μαντάμ Κάθυ Αθέου, σε αποβλάκωσε ο ρομαντισμός της λογοτεχνίας και δεν χαμπαριάζεις πως για να κάνεις τον διασκεδαστή σε κάτι αργοκέφαλα βοδινά σαν την Ερμοθέα σου, θα’πρεπε να πληρώνεσαι αδρά! Σου στάθηκε η Ερμοθέα; Χα, χου, χι και αχαχούχα! Κανείς, δεν σου στάθηκε μαντάμ Κάθυ Αθέου!  Κι αντί να αρπάξεις μια ντουντούκα και να διαλαλείς σε κάθε γειτονιά και ρούγα την μοναξιά του ανθρώπου και να προτίνεις μετανοείτε και προσεύχεσθε, λιβανίζεις τους δαιμόνους σου και λες πως σου στάθηκαν...! Κανείς δεν σου στάθηκε - εκμεταλλεύτηκαν άπαντες το υλικό σου την διάνοιά σου, την παροχικότητά σου, την ιώβια αντοχή σου, την ανεξικακία σου! Ε, λοιπόν λύσσαξε στο ξεκαθαρίζω:Τίποτα δεν παραγράφεται απ’το μέρος του εγκεφάλου μας, που μου αναλογεί... Εσύ στο δικό σου κομμάτι ισχυρίσου ό,τι γουστάρεις...! Η φιλενάδα σου η Ερμοθέα δεν είναι παρά μια έρημη θέα και συγκεκριμένα ένα ανικανοποίητο γομαροειδές που όσα και να του δώσεις δεν θα χορταίνει ποτέ κι όλο αφ και ουφθα κάνει, γιατί πάντα επιθυμεί ό,τι έχουν οι απέναντί της, παντελώς ανίκανη να εκτιμήσει τα κεκτημένα της. Η αρρώστια της είναι η ζήλεια και η ζήλεια είναι παράγωγο της διανοητικής υποθερμίας! Μυαλά σε εμβρυακή κατάσταση! Αυτό!»
―«Βούλωστο Πεπέ!Μην καταντάς μνησίκακη!»
― «Καααλά τώρα μαντάμ Κάθυ... Το χαβά σου με την ανεξικακία εσύ! Άλλαξε ρότα σου λέω! Θα σε αποστραγγίσουν όλες αυτές οι μελίγκρες! Ε, νισάφι πια αγαπητή μου! Νισάφι!».
Χρατς και χρουτς λωρίδιαζε η Πεπέ. Πάει και το φωτογραφικό υλικό της Ερμοθέας απ’τα ντουβάρια που άρχισαν να ψυχραίνουν επικίνδυνα σαν όπως μια καρδιά που βιαίως αδειάζει
― «Υπέροχο άδειο!» θαύμασε η Πεπέ και συνέχισε τον συναισθηματικό εξολοθρευμό σειρά είχε και η ξηρακιανή Αλβανή φίλη της, η Σκιπονί που αν και δεν είχε νταλαβέρια με τα λογοτεχνιλίκια δεν έπαυε να θεωρείται απ’ την Πεπέ ως μέγας βραχνάς και υποδαυλισμός της εξέχουσας ανισόρροπης ισορροπίας της, διότι σε κάθε επίσκεψη έλεγε:
― «Έχεις κανέναν γνωστό να του κάνω κανένα μεροκάματο;σφουγγάρισμα, σιδέρωμα, ε τέτοια, ...τα γνωστά, ξέρεις...» ήξερε, που να μην ήξερε, τα γνωστά η ταλαίπωρος Πεπέ οικιακές εργασίες παντός τύπου έκανε η ακούραστος Σκιπονί κι αυτό σήμαινε πως η Πεπέ έπρεπε να υποχρεωθεί σε άπαντες και συνεπώς να τους συναναστραφεί πράγμα που της την έδινε κατευθείαν στο νευρικό σύστημα διότι όλοι μετά της ζητούσαν κοπιαστικές χάρες δεν ήταν να πει «Καλημέρα» σε άνθρωπο και της ζητούσε εκδούλευση.... τι μελίγκρες! «το δυστύχημα της συναναστροφής!», όπως το χαρακτήριζε όλο αυτό το δούναι λαβείν, ήταν αδηφάγο έτρωγε την ησυχία της στο άψε σβήσε τίποτα πλην της απομόνωσης και του εξαφανισμού της δεν μπορούσε να την σώσει απ’τις τάσεις εκμετάλλευσης των ανθρώπων όλεθρος και φρίκη! Άρα, καταλαβαίνουμε, η Σκιπονί ήταν κακός μπελάς στην κεφάλα της, γιατί γινόταν κρίκος αυτής της αλυσιδωτής ανθρώπινης επαφής που την καταδυνάστευε κι ως εκ τούτου, ωφέλιμο ήταν ένα ξηλωματάκι και της φώτο της Αλβανής απ’τον τοίχο που άλλωστε είχε μαζέψει πολλές εθνικότητες πάνω του. Ακολούθησαν οι φωτόφατσες του σογιού όχι, που θα γλύτωναν! τα φιλόστοργα πρόσωπα έγιναν κομματάκια ως ψωμοπρόσφορα στον απαγχονισμένο καιρό της αθωότητας! Την μόνη φωτογραφία που δεν άντεξε να σχίσει ήταν της μάννας με τα γαλαζοπράσινα τεράστια μάτια, γιατί της φάνηκε πως δεν ήταν χάρτινη μα ζυμαρένια και μοσχοβολούσε ζεστή αφράτη τηγανίτα....
Εν μερική κάθαρση, και με τις πληγές σάπια τριαντάφυλλα να κηδεύουν την καρδιά της, η Πεπέ μας, πήρε το ιερό φάντασμα του πατέρα της στο μυαλό της και το μισογεμάτο άρνηση σακίδιό της και ξεκίνησε για νέες περιπέτειες....

Η θερμοκρασία ήταν 2-3 βαθμούς κάτω του μηδενός κι είχε κάμποσους πόντους πάνω απ’το έδαφος αστραφτερό χιόνι η κατοικία παλιά με διαβρωμένους κίτρινους τοίχους, θαμμένη σ’ένα πυκνό πλέγμα κισσού η αυλή ήταν ασύνορη με βαριά πεύκα.
Τι γύρευε εκεί η εγκληματολογική μας συντάκτις; δεν είχαμε ενημερωθεί για κανένα φονικό που να επιζητούσε την ευφυία της... Ασφαλώς όμως περί εγκλήματος (θα) επρόκειτο, ει’δ’άλλως δεν θα’χανε τον καιρό της με μια τέτοια παγωμένη εκδρομή.
Μπήκε μ’ευκολία στο σπίτι απ’το πορτάκι της πίσω πλευράς που έβγαζε κατευθείαν στην κουζίνα μας φάνηκε πως ήξερε τα κατατόπια... Με καθυστέρηση πολλών χρόνων, πήγε εκεί αποφασισμένη να αποσαφηνίσει ένα έγκλημα κάποιου παλιού καλοκαιριού...
Βρήκε ένα μωβ κοντόσκαμνο και κάθησε στήριξε το σαγόνι στην γροθιά της και είπε:
― «Από εδώ ξεκίνησε η ιστορία ενός τέλειου εγκλήματος...»

Τα καλοκαίρια, η μεγαλοαστή οικογένεια των παραθεριστών, κατεύθανε με όλον τον νεόπλουτο σαματά στο Αττικό βουνό νοίκιαζαν ετούτη την κατοικία που τότε ο κήπος της ήταν περιποιημένος με ξωτικά δενδρύλλια και καλοκουρεμένους θάμνους.
Η οικογένεια αποτελείτο από ένα ζευγάρι σαραντάρηδων με δυο θηλυκά παιδιά και μια μικρή ισχνή σκλάβα, κοντά δώδεκα χρόνων, που την πήραν απ’το χωριό της  ψυχοπαίδι για τάχα καλλίτερη ζωή και την εξαντλούσαν στις δουλειές και στην πείνα.
Στο παρακάτω σπίτι υπήρχε μια κυρούλα στοργική, απλοϊκά φιλέσπλαχνη και απέραντα συμπονετική, παρά το γαλαντόμο ξύλο που πρόσφερε στα δικά της παιδιά για να γίνουν άνθρωποι.
― «Είστε σαν να λέμε πλανόδιος ιδεολόγος ή ιδεολόγος κατά περίσταση» της είπε η Πεπέ.
Μάλλον η γυναίκα δεν κατάλαβε γιατί δεν ακούσαμε, εμείς οι βιογράφοι, καμμιά της απάντηση, ούτε καν απορία της.
Αυτή λοιπόν η γυναίκα, είχε ως χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς της, το ότι το κάθε βάσανο των ανθρώπων την ακουμπούσε στην συνείδηση και ό,τι μπορούσε έκανε να συντρέχει και να παρηγορεί την απανταχού δυστυχία. Το κομμουνιστιλίκι της σαν ενεργή φιλοσοφία ήταν πάντα σε πρώτη ζήτηση μες στο μυαλό της. Θα’ταν αδύνατον το λοιπόν, για την ευαισθησία της, να μην συμπονέσει εκείνο το ταλαίπωρο ψυχοπαίδι των νεόπλουτων παραθεριστών
― «Το κακόμοιρο∙ δυο καλαμάκια έγιναν τα ποδαράκια του θα το πεθάνουν φυματικό το καημένο το ορφανό αυτοί οι κακούργοι!» έλεγε η κυρά και βούρκωνε με τέτοιο τρόπο που θαρρείς μέσα στα γαλαζοπράσινα τεράστια μάτια της ζωντάνευαν οι θλιβερές ιστορίες του Ντίκενς κι ο μικρούλης Όλιβερ Τουίστ* κοιμόταν μες στο φέρετρο ξανά και ξανά στο φιλμ της φαντασίας.
― «Δεν βλέπω όμως κυρά μου να δείχνεις ανάλογη συμπόνοια και στο δικό σου το κορίτσι καιρό σε παρακολουθώ το καταριέσαι ολημερίς, το κλωτσάς στα παΐδια, στους μηρούς, στους αστραγάλους∙ το’χεις κουτσάνει ένας διάβολος ξέρει πώς θα βρει βήμα να περπατήσει στην ζωή... Και τί θα μπορέσει να δει, αναρωτιέμαι, με τόσο γαλάζιο οινόπνευμα που του ρίχνεις μέσα στα μάτια... Κι από σκέψεις; χμ... τί να σκεφτεί έτσι που του πελεκάς το κεφάλι με τον ξύλινο βραχίονα της κρεμάστρας; Καθαρό το’χεις, δεν λέω, μα έτσι πονώντας, ποιά καρδιά μπορεί να μείνει καθαρή; τί οφελούν τα καθαρά του ποδοδάχτυλα σαν του κόβεις τα νυχοπόδαρα τόσο βαθιά ως να ματώσουν; Κι ύστερα το φοβίζεις πως κάποια στιγμή θα ρίξεις πετρέλαιο στα σκεπάσματα και θα το κάψεις μαζί και το αδερφάκι του κι άλλοτε πάλι του λες πως μια νύχτα θα ξεσηκωθούν τα στοιχειά και θα του πιούν το αίμα... Αλλά έχε χάρη που τα εγκλήματά σου τα έχει παραγράψει ο θάνατος ει’δ’άλλως ήξερα μια χαρά να σε διαπομπεύσω, να σε στήσω στον τοίχο χωρίς ελπίδα χάριτος... Ας είναι...συγχωρεμένη να’σαι δεν ξέρω από ποιόν Θεό....»
― «Άμα δεν ξέρετε για τί παιδί μιλάτε;! Τί νομίζετε;αγγελούδι; ..αμ όχι...! άμα σε κοιτά με το γυαλιστερό του βλέμμα λες πως συνάντησες τον ίδιο τον Χάροντα... Κι από καρδιά; ατσαλόπετρα!Α,α βέβαια.. αφύσικα πράγματα! Πετροπαίδι! Ου! πώς θα γίνει καθωσπρέπει άνθρωπος;∙ με λίγες ξυλιές, είπα θα στρώσει...»
Η Πεπέ ήταν ακόμα εκεί στο σκαμνί με το σαγόνι στηριγμένο στην γροθιά της και μας ρώτησε:
― «Γράφετε εσείς ή χάνω τον καιρό μου να σας αφηγούμαι;» γράφαμε ασφαλώς είμασταν οι βιογράφοι της, οι πανταχού παρόντες και σε όλες τις εγκληματολογικές υποθέσεις της κληθέντες.

Έτσι λοιπόν η κυρία Τάδε δραστηριοποιήθηκε να παχύνει το ορφανό  οπωσδήποτε. Τρεις με τέσσαρες φορές την βδομάδα, τα μεσημέρια, η φαμίλια των παραθεριστών έφευγαν με το αμάξι τους για την θάλασσα, αφήνοντας το ψυχοπαίδι να κάνει δουλειές ισάξιες μαύρου δούλου κι επέστρεφαν αργά το απόγευμα. Έστελνε η κυρία Τάδε το γενναίο της Πετροπαίδι να παραμονεύει πότε θα ακουσθεί η μηχανή του αυτοκινήτου να ξεκινά κι αμέσως την ειδοποιούσε πως το πεδίον ελεύθερο. Τότε το φόρτωνε μια μεγάλη πιατέλλα τηγανίτες πασπαλισμένες ζάχαρη κι ένα έξτρα πιάτο με τεράστιους κεφτέδες και διέταζε:
― «Θα κάτσεις μπροστά να τα φάει όλα το ορφανό! Θα επιμείνεις να τα φάει όλα! Πρέπει να το παχύνουμε οπωσδήποτε!» η εμμονή της με την υγεία που προσφέρεται μέσω παχυσαρκίας ήταν ολέθρια για τα δικά της τα παιδιά, αλλά παραδεχόμαστε πως ήταν σωτήρια για το ορφανό εκείνο από Ιούνιο μέχρι και Αύγουστο έβαζε κιλά και χρώμα πάνω του, χάρη στην γυναίκα αυτή η οποία έκοβε απ’το δικό της φαγητό μιας και δεν υπήρχε περίσσιο...
Το ορφανό εκείνο κορίτσι διατελούσε απελπιστικά σε κράτος τρόμου έτσι που και το φαγητό που της πήγαιναν το έτρωγε τρέμοντας κι όλο μουρμουρώντας:
― «Αν με δουν τα αφεντικά να τρώω τόσο, θα με σκοτώσουν στο ξύλο!»
Το Πετρόπαιδο άκουγε και αγρίευε:
― «Ε, λοιπόν είσαι ζώο! Μήπως τρως το δικό τους φαγητό;»
― «Δεν τρώω βέβαια το δικό τους... αλλά να... τους αγαπώ και...»
― «Καίξης και ξερός! Αυτό δεν είναι αγάπη, είναι υποταγή! Αμόρφωτο ζώο! Η αγάπη είναι σπουδαίο πράγμα, πώς τολμάς να το χαραμίζεις;! Ου να χαθείς!»
― «Δεν καταλαβαίνω λέξη απ’όσα λες...»
― «Με τί νιονιό να καταλάβεις;! Σάμπως έβαλες το μυαλό σου να δουλέψει ποτέ;! Όλο προσευχές και μετάνοιες σε κάποιον Θεό που σου είπαν πως υπάρχει.., ε, έγινες καθυστερημένο...!»
― «Και τί είναι η αγάπη αν όχι να υπακούω στον κύριο και στην κυρία μου και να κάνω σωστά τις δουλειές που μου ζητούν;!»
― «Πωω! Μα τόσο στουρνάρι είσαι;! Αγάπη είναι να υπερβάλλεις να ξεπερνάς τον άλλον σε ό,τι σου δίνει! Χμ... θέλω να πω...για να καταλάβεις... αν κάποιος σου δίνει ένα χάδι, να του δίνεις δύο... αν κάποιος σού αφοσιώνεται να του αφοσιώνεσαι...Κι άμα σου κάνει καμμιά στραβή, του κάνεις δύο οφθαλμός αντί ματιού.. δεν το’χεις ακούσει;...πας και στην εκκλησία, τρομάρα σου...»
― «Α, όχι δα...! Ο Χριστούλης δεν λέει τέτοιο πράγμα...»
 ― «Ε, δεν το’λεγε ο Χριστούλης, το’λεγαν οι παππούδες του..Το ίδιο σόι ήταν...»
― «Ο Χριστούλης πάντως έλεγε άλλα....»
― «Εμ’ ο Χριστούλης έλεγε άλλα”, γι’ αυτό τον ψήσανε σαν πασχαλιάτικο αρνί...»
― «Δεν τον ψήσανε! Τον σταυρώσανε!»
― «Σιγά την διαφορά;! Αν τον ψήνανε, θα τον τρώγανε κι όλας και δεν θα πήγαινε και χαμένος...! Άμα ρωτούσες τον Χριστούλη σου, θα σου έλεγε πως ξέρω πολύ καλά τι λέω και θα συμφωνούσε μαζί μου οπωσδήποτε - διότι εμείς οι σοφοί συννενοούμεθα στο βάθος! Η αγάπη είναι ζήτημα αρχής, ζήτημα κύρους, ζήτημα επιλογής και συνείδησης! Πρέπει να αντιληφθείς πρώτα τον εαυτό σου, να τον εκτιμήσεις ως κάτι πολύτιμο κι ύστερα θα πεις: ε, αφού είμαι κάτι πολύτιμο θα προσφερθώ σε όποιον με προσέχει σαν κάτι πολύτιμο! Έτσι! Βεβαίως έτσι! Αγαπώ όποιον με αγαπά, όποιον δηλαδή με δοξάζει μέσα του κι όχι με εξευτελίζει, όποιον με στηρίζει μέσα μου κι όχι όποιον με κομματιάζει! Κι απαραιτήτως πρέπει να’χεις επιλέξει ποιόν θα αγαπάς που να σε αγαπάει α, όλα κι όλα! δεν αγαπάμε όποιον λάχει! αγαπάμε μόνο έναν μεγαλόψυχο άνθρωπο γιατί, άλλωστε μόνον ένας μεγαλόψυχος μπορεί να μας αγαπήσει...Τελεία και παύλα: χιλιομετρική απόσταση κι ολική περιφρόνηση στους ευτελείς ανθρώπους...! Πώς είναι ένας ευτελής ε... χμ...  ευτελής είναι αυτός που δεν είναι έξυπνος... έξυπνος είναι αυτός που δεν είναι ευτελής... Σωστά.. μμμ ...καλά τα λέω! Κατάλαβες;... »
― «Δεν καταλαβαίνω τι πάνε να πουν αυτές οι λέξεις... πρώτη φορά τις ακούω...»
― «Τώωωρα μάλιστα! Πού να σου εξηγώ;! Ου! Για να ξεμπερδεύουμε σου λέω πως δεν κάνεις τίποτα κακό με το να προσέξεις και λίγο το τομάρι σου!»
― «Α, και βέβαια κάνω κάτι πολύ κακό που τρώω χωρίς να το ξέρουν!»
― «Τί μας λες μωρέ;! Αυτό μας έλειπε να πέρνουμε άδεια για να φάμε και για να χέσουμε! Δηλαδή εσύ είσαι παντελώς αποβλακωμένο! Πώς το έπαθες αυτό;! Κανείς δεν γεννιέται τόσο χαζός! Όλοι καταλαβαίνουν πως πρέπει να φάνε, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν τα όποια αφεντικά τους! Το λέει κι ο Ουγκώ που είναι σοβαρός άνθρωποςέβαλε τον Γιάννη Αγιάννη*να κλέψει ψωμί αφού πεινούσε κι όλους που δεν του έδιναν τους αποκαλεί άθλιους!»
― «Ποιός είναι ο Ουγκώ, δεν έχω ιδέα... Κι αυτός ο κυρ Γιάννης Αγιάννης είναι κλέφτης κι ο Θεούλης θα τον τιμωρήσει στα σίγουρα... Κι εγώ δεν πρέπει απ’τα αφεντικά μου να κρύβω την αλήθεια αυτό είναι κακό, θα θυμώσει η Παναγίτσα... Θα τους το πει η Παναγίτσα και θα με δείρουν...» έλεγε δραματικά και με απόλυτη βεβαιότητα πως η δουλειά της Παναγίτσας ήταν να καρφώνει τα παιδάκια που λένε ψέμματα στα αφεντικά τους.
Το γενναίο παιδί, το παιδί που είχε αναπτυχθεί στην φούσκα  της φλογερής οικογένειας με το δηλητηριώδες αμνιακό υγρό του πολέμου, έδωσε μια και δυο γροθιές στο ξυλοτράπεζο:
― «Βρε γάμα την Παναγίτσα σου, αν είναι τέτοια καριόλα! Τρώγε βρε ζωντόβολο!»
Το βρωμερό στόμα, που’χε κάνει τόσους και τόσους ανθρώπους να ανατριχιάσουν σ’όλην την ζώσα πορεία τού εν λόγω Πετρόπαιδου κι ήταν κάτι σαν όσιο κληροδότημα του πατρός του που επίσης έβριζε μοναδικά, έκανε την μικρή ορφανή υπηρέτρια να πανικοβάλλεται έβαζε τα κλάμματα κι άρχιζε να προσεύχεται γονατιστά μέχρι το πρόσωπό της να ακουμπά το δάπεδο. Μ’ αυτά και μ’αυτά που έβλεπε το Πετρόπαιδο, το’χε σιγουρέψει πως «η θρησκεία κατασκευάζει ηλίθιους» ήταν η βασική του επιστημονική κατάρτιση...
Κάθε φορά, είχαν το ίδιο έργο να ερμηνεύσουν το Πετρόπαιδο, η ορφανή υπηρέτρια και η Παναγίτσα «της». Με τα πολλά, η μικρή ορφανή, πήγε στην κυρία Τάδε και κατέδωσε, όπως άλλωστε την έμαθε η Παναγίτσα της να κάνει...
― «Κυρία Τάδε, πολύ σας παρακαλώ, μην μου ξαναστείλετε τηγανίτες και κεφτέδες, γιατί η κόρη σας βρίζει την Παναγίτσα και τον Θεούλη συνεχώς...»
Η κυρία Τάδε, έδωσε μια δυνατή χαστούκα κατάφατσα στο Πετροπαίδι της και ξεκαθάρισε το θέμα:
― «Πανάθεμα το στόμα σου δεν θα ξαναβρίσεις μπροστά στο καημένο το χαζό, γιατί το βλέπεις και μόνη σου, αν δεν του στείλω εγώ να φάει, θα πεθάνει φυματικό!»
― «Ας πεθάνει αν δεν μπορεί να βρει τρόπο να ζήσει δεν θα σκάσω!» είπε το Πετρόπαιδο ως πετρόπαιδο, αλλά σοφό τέτοιες σοφίες εξαγρίωναν την κυρία Τάδε:
― «Πώς;! Α, κακούργικο, άτιμο! Μαύρη ώρα που σε γένναγα! Που μην σώσεις να ξημερώσεις! Κλείσε το ρημάδι το στόμα σου μια φορά να το κλείσεις δεν μπορείς;! Κακό χρόνο να’χεις! Πανάθεμα το κεφάλι σου!»
Το Πετρόπαιδο σκύλιασε, αλλά – αν και μόνο οκτώ χρόνων- κατανοώντας απολύτως την σοβαρότητα του θέματος, αποφάσισε κατά την ώρα της ιεράς τροφοδοσίας του ορφανού να κόψει τις εκτονωτικές του βρισιές προς άπαντες θεούς κι αγίους. Ωστόσο, επειδή είχε και το εκδικητιλίκι μέσα του, δεν θα χάριζε στην μικρή ορφανή, το κάρφωμα που του έκανε στην μάννα. Πήγαινε λοιπόν με τις τηγανίτες και τους κεφτέδες και μαζί με όλα τα τσαλακωμένα του τετράδια στραβογυρισμένα στις άκρες των σελίδων έβαζε την ορφανή καθώς σιδέρωνε τα ρούχα των αφεντικών της, να σιδερώνει και τα τετράδια τα οποία είχαν πλέον αποκτήσει όλα μοναδικό κολλάρισμα. Εκτός τούτου του βασανιστηρίου, εμπνεύστηκε κι ένα απολαυστικά ταπεινωτικό έλεγε στην μικρή υπηρέτρια πως τάχα άκουσε τον παπά να λέει πως πρέπει να γονατίσουμε και να λέμε δέκα φορές την λέξη «Παναγία» ανάποδα, γιατί είναι αμαρτία να λέμε κανονικά το όνομά της δηλαδή, πρέπει να λέμε «αϊγάναπ» αντί «παναγία». Η ορφανή υπάκουσε και συνεχάρη μάλιστα το Πετρόπαιδο που παρακολουθεί τα λόγια του παπά και δεν βρίζει πλέον. Απ’ την πλευρά του το Πετρόπαιδο, δεν ένιωθε την παραμικρά τύψη για όλο αυτό το σκηνικό γιατί είχε ταξινομήσει συνειδησιακά άπαντα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ευφυών και των ηλίθιων. Κατά βάση, στους ηλίθιους είχε εναποθέσει μόνον το βάρος των υποχρεώσεων και στους ευφυείς είχε καισσαρικώς δώσει το δικαίωμα να εναποθέτουν το βάρος των υποχρεώσεων στους ηλίθιους. Η δικαιοσύνη του Πετρόπαιδου, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ήταν πολλή φασιστοπρεπής, αλλά έκρυβε κάποιες πολύ λεπτές ευαισθησίες....
Παρήλθαν έτσι ένα - δυο ακόμα καλοκαίρια κι έφτασε το μοιραίο καλοκαίρι του εγκλήματος. Θα’ταν τότε το Πετρόπαιδο στην Τρίτη τάξη του δημοτικού μάλλον, αλλά εξακολουθούσε να μοιάζει εκπληκτικά στον προηγούμενο εαυτό του ακόμα κι ύστερα από χρόνια νομίζουμε πως μοιάζει σ’εκείνον τον ακατέργαστο, τον πρωταρχικά συνειδητοποιημένο εαυτό του, σαν τίποτα να μην του πρόσθεσε ή αφαίρεσε, από πλευράς αντίληψης, ο καιρός που πέρασε...
Σ’αυτό το μοιραίο καλοκαίρι, ήλθε και πάλι η νεόπλουτη αστή φαμίλια των παραθεριστών μετά της μικρής θρησκόληπτης ορφανής για όλες τις δουλειές... Κι άρχισε πάλι η κυρία Τάδε την τροφοδοσία κεφτέδες και τηγανίτες με ζάχαρη κλασσική υπόθεση.
Το Πετρόπαιδο, θεωρούσε παρακινδυνευμένο το ότι η μάννα του, η κυρία Τάδε δηλαδή, το φόρτωνε με πιατέλες και ταυτόχρονα είχε την αξίωση να μην πάρει χαμπάρι κανείς το φιλέσπλαχνο της έργο. Έτσι έκρινε, πως περισσότερο ασφαλής τρόπος θα’ταν, να άδειαζε τους κεφτέδες στις τσέπες του και τις τηγανίτες σε χαρτιά φημερίδας πραγματοποιούσε το σχέδιο μεταφοράς με εξαίρετη επιτυχία, μέχρι που η κυρία Τάδε πρόσεξε τις λαδωμένες του τσέπες και το σιγύρισε αναλόγως η ξύλινη κρεμάστρα ανεβοκατέβηκε πολλές φορές στο κεφάλι και στα πλευρά του και συνεπώς στα πλαίσια των λογικών του αντιδράσεων έβρισε και ξαναέβρισε την μάννα όσο επέτρεπαν οι αντοχές του. Τελικώς ξαναεπανήλθαν στις πιατέλλες...
Εκείνο το μεσημέρι, έστειλε η κυρία Τάδε το Πετρόπαιδό της να κατασκοπεύσει το αυτοκίνητο που θα έβαζε μπρος την μηχανή για να «ξεκουμπιστούν τα αφεντικά στην θάλασσα» όπως χαρακτηριστικά έλεγε η κυρία Τάδε. Στήθηκε το Πετρόπαιδο στην γωνία του δρόμου και παρακολουθούσε η οικογένεια με τις πλατειές καπελλαδούρες και τα εμπριμέ μπανιερά είχαν συγκεντρωθεί στο αμάξι κι η μηχανή άναψε και ξανάναψε και ξανάναψε... Έτρεξε στην μάννα του και της πληροφόρησε τα καθέκαστα και μαζί, ως πανέξυπνο παιδί -δεν χωρά αμφιβολία περί αυτού, ούτε μετριοφροσύνη -  της επεσήμανε την υποψία του πως δεν ήταν καλή μέρα για τροφοδοσία:
― «Ξεκουμπίστηκαν όλοι... Το αυτοκίνητο ξεκίνησε... αλλά... αλλά κάπως περιέργο το άκουγα αναβόσβηνε η μηχανή του... Λέω καλλίτερα να μην με στείλεις στο ορφανό σήμερα... Το αυτοκίνητο δεν έδειχνε στα καλά του μπορεί να γυρίσουν νωρίτερα....»
Η πληρωμή της ευφυούς αυτής υποθετικής του σκέψης, ήταν μια ζβουριχτή άκομψη κατραπακιά απ’το τσουχτερό, αν και λεπτοδάχτυλο, χέρι της μάννας
― «Άιντε τράβα αμέσως! Λιγουρεύεσαι να φας περισσότερους κεφτέδες ελόγου σου και σκαρφίστηκες όλο αυτό το παραμύθι... Τράβα αμέσως να φάει το κακόμοιρο το ορφανό!»
Το κακό για τους άλλους ήταν, πως το Πετρόπαιδο ουδέποτε προσπαθούσε να τους πείσει για την όποια σκέψη ή δήλωσή του δεν το ενδιέφερε θεωρούσε πως έκανε το χρέος του προειδοποιώντας τους μια φορά, αλλά δεν σκόπευε να σκάσει προς όφελος των ηλίθιων. Έτσι και δεν προσπάθησε δεύτερη φορά να μεταπείσει την μάννα. Πήρε την πιατέλλα με τις ζαχαρωμένες τηγανίτες και το πιάτο με τους γιγάντιους κεφτέδες κι έτρεξε όπως πάντα πήγε απ’την πίσω πλευρά της μάντρας και μπήκε στο σπίτι των παραθεριστών απ’την κουζίνα, που επίσης όπως πάντα, ήταν εκεί η ισχνή μικρή ορφανή και σιδέρωνε ή έπλενε τεράστια κατσαρολικά... Αυτό το μεσημέρι σιδέρωνε κι ήταν ολόγυρά της βαριές ντάνες ρούχων που μύριζαν ενοχλητικά απορρυπαντικό
― «Άσε τα ρούχα και τρώγε αμέσως... κάτι μου λέει πως τα αφεντικά σου θα επιστρέψουν γρήγορα...» προειδοποίησε το Πετρόπαιδο.
― «Αποκλείεται θα σιδερώσω πρώτα» επέμενε η ισχνή φιγούρα της ισχυράς υποταγής!
― «Είσαι εντελώς ζωντόβολο...»
― «Μην αρχίσεις να βρίζεις πάλι, γιατί θα το ξαναπώ στην μάννα σου και θα σου μαυρίσει τα πλευρά...» απείλησε το άψυχο πλέον ψυχοπαίδι.
― «Έχω χεσμένη την μάννα μου και την Παναγίτσα σου μαζί κι είσαι αθεράπευτα κι ολοκληρωτικά ζωντόβολο, αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό τώρα... Τώρα πρέπει να βιαστείς να φας κι ύστερα βλέπουμε για όλα τα άλλα...»∙ σαφέστατο και μεγαλόψυχο το Πετρόπαιδο αλλά δεν είναι κι εύκολο να μην καταποντιστείς απ’τους ηλίθιους όσο ευφυής και να’σαι...
― «Μα επιτέλους, θα σε κάψει η Παναγίτσα, δεν το καταλαβαίνεις..;!» προσπάθησε να σώσει την ψυχή του Πετρόπαιδου η μικρή ορφανή που ήταν αβέβαιο αν κατόρθωνε ποτέ να σώσει το ίδιο το τομάρι της...
― «Είσαι κατακαημένο μυαλό δεν θα ξυπνήσεις ποτέ.... η Παναγίτσα σου ούτε ένα αρνίσιο παϊδάκι δεν μπορεί να ψήσει στην σχάρα, πόσο μάλλον να κάψει εμένα! Εσένα όμως η βλακεία σου θα σε κάψει άσε τις κουβέντες... άρχισε να τρως...» η αναγνωρισμένη ευφυία του Πετρόπαιδου ξαναμίλησε, αλλά χαμπάρι δεν πήρε το ορφανό
― «Να σιδερώσω πρώτα λίγο... τουλάχιστον τα πουκάμισα του κυρίου...»
― «Μα τι σκατά τα θέλει τα πουκάμισα καλοκαιριάτικα; Εγώ τον βλέπω συνεχώς με σορτς και φανέλλα... Πού στο διάβολο τα φορά τα πουκάμισα; στον ύπνό του;»
― «Πάνε με την κυρία μου τα βράδια σε εστιατόρια και κινηματογράφους...»
― «Μα τι στον κόρακα λες συνέχεια ο κύριος μου” “η κυρία μου ποιός σ’ακούει; γιατί δεν λες  “πάει με την πουτάνα να καταλαβαίνω πως πάει με την κυρία; Μίλα σαν άνθρωπος, μη μιλάς σαν δουλάκι ο δούλος δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι όμως ούτε σκύλος! αυτό σου λέω μόνο!...» ετούτη η πρόκληση ήταν χαριστική ούρλιαξε η ορφανή κι έπεσε στα γόνατα να προσευχηθεί πάλι... Το Πετρόπαιδο κατάλαβε πως θα κατασπαταληθεί πολύτιμος χρόνος με προσευχές και κλάμματα κι αποφάσισε να τριπλάρει την κατάσταση:
― «Θαρρώ πως έχεις δίκιο μόλις είδα τον ήσκιο της Παναγίτσας στο τζάμι ου ου συγνώμη Παναγίτσα μας εντάξει, το κανόνισα, με συγχώρεσε κι όλας...»
― «Α, μπράβο!» λαμποκόπισε από θεία χάρη το πετσιασμένο πρόσωπο της ορφανής κι όλα μπήκαν στον κανονικό τους ρυθμό.
Το Πετρόπαιδο σύνδεσε την κουβέντα από εκεί που κόπηκε:
― «΄Ωστε λοιπόν πάνε εστιατόρια και κινηματογράφους... Μα στο βουνό μας δεν υπάρχουν τέτοια στέκια... Πού στα τσακίδια πάνε...;»
― «Α, ο κύριος κι η κυρία μου γνωρίζονται με σπουδαίους ανθρώπους...»
― «Δηλαδή τι σπουδαιότητα έχουν; έχουν τρία αυτιά λόγου χάρη ή μήπως είναι τίποτα ξιφομάχοι που υπερασπίζονται την μακριά τους μύτη σαν όπως να υπερασπίζονταν ένα κάστρο; Αυτά είναι σπουδαία πράγματα για σπουδαίους ανθρώπους...» ήταν εμφανής ο επηρεασμός απ’ την δράση του Συρανό Ντε Μπερζεράκ* στην ψυχή του Πετρόπαιδου.
― «Μα τι στο καλό λες δεν καταλαβαίνω, μα την Παναγίτσα! Σπουδαίοι καλέ άνθρωποι! Πλούσιοι! πώς το λένε;! παίζουν χαρτιά, πίνουν σε κρύσταλλα ακριβά κρασιά, τρώνε σπόρια μέσα από αργυροσερβίτσια... Πολύ σπουδαίοι! Πάρα πολύ!»
― «Α, έτσι;...είναι δηλαδή σπουδαίοι, επειδή χαρτοπαίζουν..μπεκρουλιάζουν.. περιδρομιάζουν φυστικόσπορους;! Άρα ο φίλος ταβερνιάρης του πατέρα μου είναι πολύ σπουδαιότερος από δαύτους γιατί όχι μόνον πίνει τον άπακα και ανακατεύει τα τραπουλόχαρτα γρήγορα σαν σβούρα, αλλά και γιατί αντί να μασουλά φθηνοφύστικα, ξεσχίζει με τα δάχτυλα μια γαβάδα τραγανό κρεατικό από αφράτο κατσίκι! Τέλος πάντων... και πού βρίσκονται όλοι αυτοί οι σπουδαίοι πλούσιοι; εδώ δεν έχει πάρει το μάτι μου κανέναν εκτός του ταβερνιάρη μας κι ενός γιδοβοσκού που ψήνει παχιές ρέγγες τυλιγμένες σε χαρτί φημερίδας...»
― «Που βρίσκονται;.. ε, ναι... κάποιοι στην Κηφισιά απ’όσο έχω ακούσει... μα και στην Αθήνα... βέβαια στην Αθήνα! πώς το ξέχασα;! απόψε κι όλας τα αφεντικά μου έχουν μια επίσκεψη σε κάποιους πολύ σπουδαίους στην Αθήνα... ω θεέ μου πρέπει να βιαστώ να σιδερώσω τα πουκάμισα του κυρίου μου ποιός ξέρει ποιό θα διαλέξει να βάλει...»
― «Για φαντάσου! Σπουδαίοι μαλάκες να λες καλλίτερα έρχονται σε τούτο το πευκόβουνο από την Αθήνα για παραθερισμό και ξαναπάνε Αθήνα καθημερινά για τσάρκες... ε, μα αυτοί κι αν είναι ζώα... χειρότερα από εσένα...! Σου λέω παράτα τα σιδερώματα κι άρχισε να τρως...»
Το βαρύ σίδερο δεν ξεκουράστηκε η ορφανή σιδέρωσε κάμποσα ασπρόρουχα είχε κι όλας περάσει πάνω κάτω ένα μισάωρο όταν, επιτέλους, αποφάσισε να πιάσει μια τηγανίτα... δάγκασε μια μπουκιά και μασουλούσε αργά σαν να επρόκειτο για σκληρό μοσχάρι... Μασούσε την πρώτη μπουκιά, ξαναμασούσε την πρώτη μπουκιά...
― «Ε, μα κατάπιε πιά! Δεν είναι κοτρώνα! Άιντε! Άμα μασάς έτσι, θα κάνεις δυό ώρες για κάθε τηγανίτα! Ξεμπέρδευε! Τρώγε γρήγορα σαν ζωντανός άνθρωπος κι όχι σαν ψοφίμι! Τί χάνω τα λόγια μου; ψοφίμι είσαι... α, πέθανε! δεν θα σκάσω!»
Οι ποιητικές υποδείξεις του Πετρόπαιδου, λίγο αποτέλεσμα έφεραν... Το κακόμοιρο το ψυχοπαίδι των νεόπλουτων αστών που κάποτε θα σακατέψουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους κι όλες τις γεννεές που έπονται από δαύτα τα βρωμερά υπολοίματα του πολέμου... το ψυχοπαίδι τους λοιπόν δεν είχε πια στομάχι είχε κλείσει απ’ την πείνα... είχε τσιμεντωθεί απ’το κενό δάγκασε άλλη μια μπουκιά, κι άλλη μία ίσως...
Εκεί... σ’εκείνο το σημείο της άλλης μιας μπουκιάς, εμφανίστηκαν από του πουθενά την σκιά, όλοι της οικογένειας!
Όπως σωστά είχε προβλέψει το Πετρόπαιδο, το αυτοκίνητο χάλασε ένα-δυο χιλιόμετρα παρακάτω κι η φαμίλια επέστρεψε ποδαράτα... Μπήκαν στο σπίτι απ’ την κύρια είσοδο κι εμφανίστηκαν στην κουζίνα σαν να έπεσαν απ’ τα ουράνια τής... Παναγίτσας!
Η μικρή ψυχοκόρη, μόλις τους είδε άσπρισε, κέρωσε κατάπιε αμάσητη την μπουκιά και κρατούσε στο σκελετωμένο κυριολεκτικά χέρι της, την μισοδαγκαμένη τηγανίτα μερικώς υψωμένη ως να ήτο βεντάλλια.
Η πιατέλλα ήταν ξέχειλη τηγανίτες και στο πιάτο χλιαροί ακόμα οι πολύτιμοι κεφτέδες της κυρίας Τάδε. Η φαμίλια όταν  αντίκρυσε τα καλούδια ενθουσιάστηκε:
― «Α, η κυρία Τάδε η χρυσοχέρα! Μας έστειλε κεφτέδες και τηγανίτες!» είπαν και βούτηξαν στα βαθιά!
― «Η μάννα μου δεν τα έστειλε για εσάς! Πάρτε τα κουλά σας απ’ τις πιατέλλες!» ξεκαθάρισε το Πετρόπαιδο αυστηρά, βλοσυρά και θρασύτατα.
Κανέναν δεν έπεισε το χλεύασαν:
― «Άντε απ’εκεί που δεν τα έστειλε για εμάς..Η κυρία Τάδε είναι φίλη μας!»
Πότε και πώς η κυρία Τάδε ήταν φίλη τους, ε, άλυτον μυστήριον της φαντασίας τους. Ξετίναξαν τα πάντα σε μηδενικούς χρόνους. Πιατέλα και πιάτο, κενά! Τότε το αφεντικό, ο κύριος της αστής τάξης, της τάξης των πραγματικών δούλων όπως ορθά είχε βαπτίσει την αστική τάξη ο Νίτσε*, αυτός λοιπόν ο κύριος που ασφαλώς πολλοί όμοιοί του του αναγνώριζαν το... κύρος του, αυτός ναι, έριξε το βλέμμα του στην μισοδαγκαμένη τηγανίτα που κρατούσε ακόμα, ασάλευτα και μαρμαρωμένα, στο χέρι της η ορφανή.
Αν είναι δυνατόν, μια και μόνη τηγανίτα να υπερφαλλαγίζει όλες τις μνήμες και να ίπταται σαν αυτοτελής φαντασμαγορικός ζωντανός οργανισμός. Κι όμως έτσι έγινε! Αυτή η μισοδαγκαμένη τηγανίτα δάγκασε το μυαλό του Πετρόπαιδου. Έγινε η ισχυρότερη διδαχή που έλαβε απ’αυτόν τον κόσμο!...:
Το αφεντικό, πήρε την τηγανίτα απ’ το χέρι του ορφανού, την τοποθέτησε στο μάρμαρο κι έκοψε με μαχαίρι σύριζα την δαγκωμένη πλευρά πετώντας την στα σκουπίδια. Το υπόλοιπο κομμάτι το έφερε στα δόντια του και βγάζοντας απολαυστικά μουγκρητά το καταβρόχθισε.
Το Πετρόπαιδο δεν έχασε ούτε χιλιοστό απ’την εικόνα που ζωγραφιζότανε μπροστά του έβλεπε την τηγανίτα να βυθίζεται και να χάνεται στο στόμα του ανθρώπινου αυτού σκεύους! Κι ύστερα, μέσα στην πληγωμένη φαντασία του, έβλεπε την μισή τηγανίτα να βγαίνει απ’τις πατούσες,  απ’την πλάτη του, απ’τα αυτιά του αστού παλιανθρώπου και να πετά περιστροφικά σαν κίτρινος δίσκος που αναζητούσε το μισό κομμάτι του... Μέσα στο θερμό παρορμητικό μυαλό του Πετρόπαιδου, η τηγανίτα ένα πράγμα ζητούσε: Εκδίκηση!!!
Επέστρεψε με τα άπλυτα άδεια πιατικά και πληροφόρησε τα καθέκαστα στην μάννα του. Έφριξε άστραψε και βρόντηξε η κυρία Τάδε άρχισε τις κομμουνιστικές ιαχές και τις βαθιές κατάρες με ολίγη δόση θεϊκής τιμωρίας, γιατί ως φαίνεται, οι κομμουνιστές δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε όλα τα ζητήματα μόνοι τους και, αν και κατ’εξοχήν άθεοι, ζητούσαν και καμμιά καραμπινάτη εξόντωση απ’το Θεϊκό χέρι... να’χαμε να λέγαμε...
― «Πανάθεμα τους τους γύφτους, τους κακούργους... Α, το κάθαρμα! μέχρι και την δαγκαμένη τηγανίτα του ορφανού πήρε ε;! Α, να χαθεί... Αμ όταν έλθουμε πάνω στην εξουσία εμείς οι κόκκινοι θα του φύγει κι αυτουνού του κερατά ο κώλος!» τόνισε τις κλασσικές της πεποιθήσεις περί των δυναμικών κόκκινων η κυρία Τάδε.
Το Πετρόπαιδο εύλογα ρώτησε και με φανερή ειρωνία:
― «Και μέχρι να έλθουν οι φίλοι σου οι κόκκινοι τί θα γίνει;»
― «Ε, μέχρι τότε... Απ’τον Θεό θα το βρει ο παλιοκερατάς!» έλαβε την προαναλυθείσα πνευματική βοήθεια η κυρία Τάδε και μερικώς επανέκτησε την γαλήνη της κοινωνικής της συνείδησης γι’αυτό άλλωστε κατασκευάστηκε ο Θεός, για να χειροτερεύει τα χάλια του ο κόσμος..
Το Πετρόπαιδο στραβογέλασε βαθιά και επικίνδυνη σκέψη συντάχθηκε με κεφαλαία γράμματα στον εγκέφαλο του: «Ούτε κόκκινοι, ούτε Θεός! Εγώ θα κανονίσω την υπόθεση!»
Την επόμενη κι όλας μέρα έσπευσε στην μικρή δούλα και της είπε νέτα σκέτα:
― «Λοιπόν βλαμμένο, σου φέρνω την σωτηρία σου! Θα σκοτώσουμε το αφεντικό σου. Μπορούμε να τον σπρώξουμε σε μια χαράδρα. Επίσης μπορείς να του βάλεις απορρυπαντικό μέσα στο φαί έτσι καλλίτερα θα τους ξαποστείλουμε στο διάβολο όλους μαζί... Κι αυτόν και την γυναίκα του και τις κόρες του που είναι όλο ψευτοπερήφανο ύφος και κατά τα λοιπά χούφτιασαν τους κεφτέδες σαν λιγούρια... Οίκτος για κανέναν! Θα τους ξεπαστρέψουμε όλους!»
Όσο το Πετρόπαιδο ξεκαθάριζε τις εγκληματικές του προθέσεις, η μικρή ορφανή είχε πέσει στα γόνατα και προσευχόταν με γοερά κλάμματα στην παναγίτσα της για τα τρομερά και φοβερά που άκουγε...
Το Πετρόπαιδο κατάλαβε πως βοήθεια απ’αυτό το στουρνάρι δεν θα μπορούσε να έχει και πήρε την απόφαση να χειριστεί σιωπηλώς και αποκλειστικώς το όλον ζήτημα. Σύντομα κατάφερε να μάθει πως το αφεντικό έπασχε από καρδιά  και πως συνήθιζε κάποια μεσημέρια να τραβά τον κατήφορο βολτάροντας προς την μεγάλη πηγή με τις βδέλλες....
― «Θα σε περιποιηθώ!» δήλωσε βαθιά του το Πετρόπαιδο αμετάκλητα και με μια ψύχρα που έτσουζε τα σπλάχνα.
Κατέστρωσε την οδυνηρή του έκπληξη με κινήσεις στιφές σαν να’χε πάνω τους στραγγίσει ο θυμός όλο το απόθεμά του. Έφιαξε από σενδόνι, δένοντας κόμπους τις πλευρές, ένα φαρδύ σακούλι και το γέμισε πέτρες διαλεγμένες μία προς μία να μην ξεπερνούν το μέγεθος της γροθιάς του, κι όλες, μα όλες, τις πελέκισε κομψά να στρογγυλέψουν έτσι που να μην αφήνουν αιχμές τα χτυπήματά τους. Έκρυψε τα αυτοσχέδια όπλα του στο παλιό κοτέτσι που ούτε το μάτι του Θεού δεν το κοιτούσε πια από τότε που ένας δεινοπαθούντας κόκορας το κατοικούσε μέχρι να πάει σφαγμένος για σούπα αυγολέμονο. Στη συνέχεια το Πετρόπαιδο παρακολουθούσε απ’το σακάτικο τεράστιο ραδιόφωνο την ενημέρωση του καιρού περίμενε τις μεγάλες θερμοκρασίες...
Το θανατερό μεσημέρι  πάνω κάτω άγγιζε τους 42 βαθμούς Κελσίου υπό σκιάν ό,τι έπρεπε! Το Πετρόπαιδο μπήκε στο δασωτό μέρος παράπλευρα του χωματόδρομου που κατηφόριζε το αφεντικό. Ας προσέξουμε λίγο το βλέμμα του, αξίζει, για να καταλάβουμε τι βλέπει ένα βλέμμα όταν ετοιμάζεται να σκοτώσει το Πετρόπαιδο, καλά κρυμμένο κορμό παρά κορμό πεύκου, έβλεπε στον χωματόδρομο ένα τέρας που ξεπηδούσε απ’όλα του τα μέλη μια τηγανίτα... έβγαινε από την μύτη του και ξανά χωνόταν μέσα του και ξαναέβγαινε απ’ το μπράτσο του και πάλι κρυβόταν μέσα του κι αυτό το γεννητούρι της τηγανίτας κρατούσε στο σουβλερό πυρακτωμένο βλέμμα του Πετρόπαιδου τόσο όσο το αφεντικό κατηφόριζε και κατηφόριζε και κατηφόριζε...
Εκεί στο αρκετά του κατήφορου, πετάχτηκε το Πετρόπαιδο και στάθηκε - με ένα χαμόγελο παντόφλα -  μπροστά στον τηγανόπληκτο μελλοθάνατο. Άρχισε να του ρίχνει ένα ένα τα καλοδουλεμένα λιθάρια, προσέχοντας να μην τον ακουμπήσουν είχε τον λόγο του... Πανικόβλητος απ’το τρελλό παιδί που είχε μπροστά του, έκανε όπισθεν.. ο κατήφορος ήταν τώρα επικίνδυνος ανήφορος. Το λιθοβόλημα τον υποχρέωνε να τρέξει... κουράστηκε, έπαθε ταχυπαλμία, έπεσε κάτω λαχανιασμένος και ούρλιαξε:
― «Τσακίσου να φωνάξεις κωλόπαιδο κάποιον να με βοηθήσει!»
― «Δεν έχεις τρόπους αγενή σε βρίσκω! Έχεις πολλά κουσούρια που δεν θα σου επιτρέψουν να ζήσεις! Χμ... Το χειρότερο βέβαια είναι πως είσαι και βλάκας δεν σου είπε κανείς πως δεν οφελούν οι μεγάλες θερμοκρασίες;.. α, όχι δεν στο είπε! Τουλάχιστον δεν έμαθες πως είναι όλως διόλου ανώφελο να ζητάς βοήθεια απ’τον εχθρό σου; μπα, ούτε κι αυτό!»
― «Θα.... σε... θα σε τσακίσω κωλόπαιδο μόλις σηκωθώ....»
― «Να σηκωθείςςς;;;! Ε, καλά... δεν σου απαγορεύω και να ελπίζεις. Καλά θα κάνεις όμως να ψοφήσεις με την ησυχία σου... κανείς δεν μας βιάζει έχεις όλο τον καιρό να μετανιώσεις για τις αμαρτίες σου..... βέβαια, όταν λέω πως έχεις όλον τον καιρό, εννοώ κανα μισάωρο, γιατί δεν σκοπεύω να φάω όλην την μέρα μου με σένα... Άντε ψόφα ξεμπέρδευε!»
― «Θθθα σε... λλλιώσω...» έβγαζε ήδη πολλούς αφρούς απ’το στόμα κι η φωνή του μπούκωνε κι έσβηνε σαν την μηχανή του αυτοκινήτου του, όμως και δεν έλεγε να καταλάβει πως η εξουσία θέλει κι αυτή την σωστή ώρα και στιγμή της.. θαρρούσε πως είχε περιθώριο να ξερνά αρχηγηλίκια μέγα του λάθος και τελευταίον!
― «Εδώ που τα λέμε και την πάπια να έκανες, πάλι δεν θα στην χάριζα... Άρα απόλαυσε το αφεντιλίκι σου για τελευταία φορά βλέπεις πόσο μεγαλόψυχη είμαι μαζί σου...»
― «Γιατί..; σε τί έφταιξα...;» ήταν η προθανάτιος απορία του ανθρώπου.
― «Το ότι δεν ξέρεις σε τι έφταιξες, αυτό και μόνο είναι ένας καλός λόγος να πεθάνεις! σε ό,τι με αφορά πάντως, ο λόγος που σε ξαποστέλνω είναι πως πρέπει να κάνω ευτυχισμένη την ιπτάμενη τηγανίτα δεν έπρεπε να της κλέψεις το δαγκωμένο της πλευρό... δεν υπολόγισες καλά ορίστε που σε δάγκασε τώρα...»
― «Τηγανίτα..;! Ιπτάμενη τηγανίτα...;» αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια.
Το Πετρόπαιδο προσεκτικά μάζεψε απ’ όλον τον χωματόδρομο τα λιθάρια που’χε ρίξει τα συγκέντρωσε και τα σκόρπισε στο δάσος. Παράτησε μπλαβί οριζοντοποιημένο το τηγανόπληκτο κορμί και επέστρεψε σπίτι του όπου αφοσιώθηκε στα διαβάσματα των κλασσικών εικονογραφημένων με απόλυτα βουβό και ψύχραιμο ύφος.

Βρήκαν το αφεντικό αργά το βράδι οι δικοί του με μια ομάδα χωρικούς. Είχε πεθάνει από έμφραγμα. Ακούστηκαν τσιριχτά κλάμματα και σπαραξικάρδιες κουβέντες της χήρας:
― «Τί θα απογίνουμε;! Αχ! Χάσαμε το στήριγμά μας! Τί θα απογίνουμε;!»
Το Πετρόπαιδο απαντούσε μέσα του: «Θα απογίνετε ό,τι κάνατε να απογίνουν οι άλλοι...»
Με την συνειδητοποίηση του θανάτου του αφεντικού η κουμουνίστρια κυρία Τάδε ανατρίχιασε αληθινά και σταυροκοπήθηκε:
― «Μη χειρότερα! Πέθανε! Για ιδές που πράγματι τιμωρήθηκε! Μωρέ, μάλλον υπάρχει Θεός!»
Ο άνδρας της, ο κύριος Τάδε, έδειχνε αλλόκοτα προβληματισμένος με τούτη την υπόθεση αναρωτήθηκε:
― «Γιατί όμως τον βρήκαν να επιστρέφει; Αυτός συνήθως παίρνει τον κατήφορο το μεσημέρι, αλλά επιστρέφει τον ανήφορο όταν δροσίσει... είπαν πως έτσι που τον βρήκαν έδειχνε σαν να γύριζε... ο γιατρός είπε πως είχε ώρες πεθάνει.. άρα μεσημέρι...»
Η κυρία Τάδε διευκόλυνε τα πράγματα:
― «Ε, φαίνεται θα ένιωσε αδιαθεσία και θα σκέφτηκε να επιστρέψει νωρίτερα... βαριά καρδιακός ήταν...»
― «Μπορεί... αλλά μπορεί και κάτι να τον τρόμαξε... ίσως να’δε καμμιά αλεπού μπροστά του...» είπε ο κύριος Τάδε παρατηρώντας πλάγια το Πετρόπαιδο.
― «Σιγά μην είδε αλεπού μεσημεριάτικα!»∙ ενστασιοποιήθηκε η κυρία Τάδε.
― «Εσύ τι λες;» ρώτησε ο κύριος Τάδε το Πετρόπαιδο κοιτώντας-το κατάματα κι εντυπωσιακό ήταν πως δεν λύγισε το βλέμμα του χιλιοστό προς τα κάτω κι επι πλέον είχε κι ένα σαρκαστικό χαμόγελο που μόνο και για την προκλητικότητά του, ενοχοποιούσε το αγαθό κατά τα άλλα πρόσωπο του...
― «Λέω πως... αλεπού είδε!» ξεστόμισε αποφασιστικά και γύρισε σελίδα στην εικονογραφημένη ιστορία του Ναστρατίν Χότζα.

Την επομένη ο κύριος Τάδε έφερε χωρίς κανένα σχόλιο στο Πετροπαίδι μια καινούργια εικονογραφημένη υπόθεση το «έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκυ*∙ το διάβασε προσεχτικά κι ίσως παραπάνω από δυο φορές
― «Πατέρα... δεν πρέπει κανείς να κάνει τίποτα κακό, αλλά και τίποτα καλό που ύστερα να το μετανιώνει! Γι’αυτό ή κανείς δεν πρέπει να κάνει τίποτα, ούτε καλό, ούτε κακό ή που πρέπει να ξέρει να μην μετανιώνει για ό,τι κακό και για ό,τι καλό κάνει! Ο Ντοστογιέφσκυ γράφει εδώ ό,τι του κατεβαίνει με το ζόρι να φτιάξει έναν ευσυνείδητο ασυνείδητο δεν γίνονται αυτά δεν μπορείς να κάνεις τέτοιο σκληρό φόνο και μάλιστα για χρήματα κι ύστερα να’χεις και ολέθριες τύψεις ο ήρωας αυτός είναι λανθασμένος ένας τόσο ευτελής φονιάς δεν μπορεί σε μια νύχτα μέσα να γίνει τόσο παναγιότατα ευσυνείδητος ... α, αστείο!..ο κύριος Ντοστογιέφσκυ έγραψε μια ηλιθιότητα!»
Αυτό ήταν το Πετρόπαιδο δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμα και με τον ορθολογισμό του Ντοστογιέφσκυ, ενώ θεωρούσε ιδιαίτερης διανοητικής αξίας και ικανότερης υπόστασης μια μισοδαγκωμένη τηγανίτα η οποία είχε ξεφύγει -δια φόνου- απ’το στόμα του αφεντικού κι άρχισε τα ιπτάμενα ταξίδια της... εξακολούθησε για χρόνια να ίπταται στην σκέψη του Πετρόπαιδου, άλλοτε γελώντας, άλλοτε γκρινιάζοντας, αλλά πάντα αποζητώντας το δαγκωμένο κομμάτι της που πετάχτηκε στα σκουπίδια...

Όταν η Πεπέ επίλυσε αυτόν τον φόνο του παλιού καλοκαιριού αποφάσισε να μην διαπομπεύσει το  Πετρόπαιδο, εκτιμώντας το ότι δεν μετάνιωσε ποτέ όπως αρμόζει σε έναν ποιοτικών κινήτρων δολοφόνο.
Έβγαλε απ’την μέσα τσέπη του σακκακιού της ένα μισόσκιστο σημείωμα και διάβασε:

«Ήξερα πως εσύ αγαπητή μαντάμ Πεπέ Όλι θα με εντόπιζες κάποτε... Ασφαλώς τώρα σου χρειάζεται ένας επίλογος που να τακτοποιήσει το αρχείο της συνείδησής σου μπορώ να κάνω μια προσπάθεια γι’ αυτό.. λοιπόν ννναι... ας αρχίσω έτσι: Μια αμερικανική φράση λέει ανήκεις όπου είναι τα όνειρά σου, αλλά που είναι τα όνειρά σου, δεν σου λέει κανείς... Θα ξοδεύσεις μια ολόκληρη ζωή και δεν θα είσαι βέβαιος για το πού είναι τα όνειρά σου...Θα φτάσεις στον θάνατο χωρίς στ’αλήθεια να ανήκεις πουθενά...δεν ήσουν παρά ό,τι σε αγάπησε απ’όλα όσα κατέγραψε η μνήμη σου!
Συχνά νομίζω πως δεν είμαι παρά μια μισοδαγκωμένη ιπτάμενη τηγανίτα... Μια τηγανίτα που μου έδειξε από πολύ νωρίς τα σηψαιμικά βάθη του ανθρώπου...Ίσως και να μην χρειαζόταν παρά τίποτ’άλλο να διδαχθώ στην ζωή μου, παρ’εκτός εκείνης της τηγανίτας που μου τα είπε όλα... Αν μετάνιωνα για τον φόνο που έκανα, θα ήταν σαν να μετάνιωνα για όσα άκουσα απ’αυτήν την τηγανίτα...»


Είχε πέσει κατακόρυφα η θερμοκρασία και νύχτωνε η συντάκτις του απανταχού εγκλήματος Πεπέ Όλι, σηκώθηκε μουδιασμένα απ’το σκαμνί και βγήκε απ’το ίδιο πίσω χαμηλόπορτο της κουζίνας κάπου σκόνταψε μας φάνηκε πως ήταν εκείνη η  μισοδαγκωμένη τηγανίτα που’χε γίνει τεράστια κι είχε στοιχειώσει το κισσόπλεχτο σπίτι της μνήμης...

                                                                     Κατερίνα Ν. Θεοφίλη




Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΗΓΑΝΙΤΑΣ

Διευκρινήσεις:

- Όλιβερ Τουίστ = Μυθιστόρημα του Κάρολου Ντίκενς (1812 – 1870)
- Γιάννης Αγιάννης = Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος «Οι Άθλιοι» του Βίκτορος Ουγκώ (1802 – 1885)
- Συρανό Ντε Μπερζεράκ = Ξιφομάχος. Τον ύμνησε στο ομώνυμο έργο του ο Εδμόνδος Ροστάν.
- Φρειδερίκος Νίτσε = Φιλόσοφος και ποιητής (1844 – 1900)
- «Έγκλημα και Τιμωρία» = Μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ (1821 – 1881)